- εκβοτρύωση
- (-ις (-εως)] η отделение виноградного сусла от выжимок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκβοτρύωση — η η εργασία κατά την οποία αποχωρίζονται τα πατημένα τσαμπιά και οι φλούδες καθώς και τα κουκούτσια τών σταφυλιών από τον μούστο … Dictionary of Greek
εκβοτρυωτής — ο μηχάνημα για την εκβοτρύωση … Dictionary of Greek